ἡβῶ — ἡβάω attain imperf ind mp 2nd sg ἡβάω attain pres imperat mp 2nd sg ἡβάω attain pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἡβάω attain pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἡβάω attain pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ἡβάω attain pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήβη — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αθάνατοι την πάντρεψαν με τον Ηρακλή μετά την αποθέωσή του. Προσωποποίηση της νεότητας, είχε τα καθήκοντα της οινοχόου των θεών και ιδιαίτερης θεραπαινίδας της Ήρας … Dictionary of Greek
ήβησις — ἥβησις, ἡ (Α) [ηβώ] η ήβη, το εφήβαιο … Dictionary of Greek
εναρκτικός — ή, ό (Α ἐναρκτικός, ή, όν) 1. αρχικός, αυτός που σημαίνει έναρξη 2. γραμμ. «εναρκτικά ρήματα» τα παράγωγα ρήματα που σημαίνουν έναρξη τού σημαινόμενου από το πρωτότυπο, π.χ. ηβάσκω (ηβώ), γηράσκω (γηρώ) κ.λπ … Dictionary of Greek
ηβάσκω — ἡβάσκω (Α) (εναρκτικό ρ. τού ηβώ) 1. φθάνω στην εφηβική ηλικία, αρχίζω να μπαίνω στην εφηβεία («παῑς ἡβάσκων ἄρτι», Ξεν.) 2. (για γυναίκες) φθάνω σε ηλικία γάμου 3. αρχίζω να μπαίνω στην ανδρική ηλικία ή παρουσιάζω τα εξωτερικά χαρακτηριστικά… … Dictionary of Greek
ηβήτωρ — ἡβήτωρ, ὁ (Α) ηβητής*, νέος, ακμαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηβώ + κατάλ. ητωρ (πρβλ. ηγ ήτωρ, οικ ήτωρ). Παράλληλος τ. τού ηβητήρ στην ελληνιστική ποίηση χρησιμοποιούνται και οι δύο τύποι με την ίδια σημ.] … Dictionary of Greek
ηβητήρ — ἡβητήρ, ὁ (Α) [ηβώ] ηβητής*, νέος, ακμαίος … Dictionary of Greek
ηβητής — ἡβητής, δωρ. τ. ήβατάς, θεσσαλ. τ. εἱβατάς, ὁ (Α) [ηβώ] 1. νέος, ακμαίος 2. ως επίθ. νεανικός … Dictionary of Greek
ηβυλλιώ — ἡβυλλιῶ, άω (Α) (κωμικός σχημ. τού ηβώ*) είμαι νέος, είμαι νεαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήβη + υλλιώ που προφανώς συνδέεται με την υποκορ. κατάλ. υλλιον. Μαρτυρείται στο θηλ. τής μτχ. ηβυλλιώσαι] … Dictionary of Greek
θαμιστικός — ή, ό [θαμίζω] γραμμ. φρ. «θαμιστικά ρήματα» τα παράγωγα ρήματα τής αρχαίας Ελληνικής που λήγουν σε άζω και έχουν την έννοια τής συχνής εκτέλεσης ή επανάληψης αυτού που σημαίνεται από το πρωτότυπο ρήμα (ῥίπτω ῥιπτάζω, ἡβῶ ἡβάζω, ἕλκω ἑλκυστάζω) … Dictionary of Greek