ηβώ

ηβώ
(Α ἡβῶ, -άω, κρητ. τ. ἡβίω, αιολ. τ. ἀβάω) [ήβη]
1. φθάνω στην ήβη, στην εφηβική ηλικία («ὅταν ἡβήσαι τε καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο», Ησίοδ.)
2. βρίσκομαι στην ακμή τής ηλικίας («ἀνὴρ οὐδὲ μάλ' ἡβῶν» — άνδρας που δεν έχει φθάσει ακόμη στην ακμή τής ηλικίας του, Ομ. Ιλ.)
3. (για πρόσ.) είμαι ζωηρός, σφριγηλός («ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν» — πάντοτε είναι ζωηρή η επιθυμία στους γέροντες να μάθουν τα σωστά, Αισχύλ.)
αρχ.
1. είμαι ευερέθιστος («ἡβᾷ δῆμος εἰς ὀργὴν πεσών» — ο λαός επειδή οργίστηκε παραφέρεται νεανικά, Ευρ.)
2. (για πράγματα και καταστάσεις) έχω ζωηρότητα, σφριγηλότητα, δύναμη («ἡβῶντες γάμοι», Οππ.)
3. έχω τα εξωτερικά γνωρίσματα τής ανδρικής ηλικίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἡβῶ — ἡβάω attain imperf ind mp 2nd sg ἡβάω attain pres imperat mp 2nd sg ἡβάω attain pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἡβάω attain pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἡβάω attain pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ἡβάω attain pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήβη — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αθάνατοι την πάντρεψαν με τον Ηρακλή μετά την αποθέωσή του. Προσωποποίηση της νεότητας, είχε τα καθήκοντα της οινοχόου των θεών και ιδιαίτερης θεραπαινίδας της Ήρας …   Dictionary of Greek

  • ήβησις — ἥβησις, ἡ (Α) [ηβώ] η ήβη, το εφήβαιο …   Dictionary of Greek

  • εναρκτικός — ή, ό (Α ἐναρκτικός, ή, όν) 1. αρχικός, αυτός που σημαίνει έναρξη 2. γραμμ. «εναρκτικά ρήματα» τα παράγωγα ρήματα που σημαίνουν έναρξη τού σημαινόμενου από το πρωτότυπο, π.χ. ηβάσκω (ηβώ), γηράσκω (γηρώ) κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • ηβάσκω — ἡβάσκω (Α) (εναρκτικό ρ. τού ηβώ) 1. φθάνω στην εφηβική ηλικία, αρχίζω να μπαίνω στην εφηβεία («παῑς ἡβάσκων ἄρτι», Ξεν.) 2. (για γυναίκες) φθάνω σε ηλικία γάμου 3. αρχίζω να μπαίνω στην ανδρική ηλικία ή παρουσιάζω τα εξωτερικά χαρακτηριστικά… …   Dictionary of Greek

  • ηβήτωρ — ἡβήτωρ, ὁ (Α) ηβητής*, νέος, ακμαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηβώ + κατάλ. ητωρ (πρβλ. ηγ ήτωρ, οικ ήτωρ). Παράλληλος τ. τού ηβητήρ στην ελληνιστική ποίηση χρησιμοποιούνται και οι δύο τύποι με την ίδια σημ.] …   Dictionary of Greek

  • ηβητήρ — ἡβητήρ, ὁ (Α) [ηβώ] ηβητής*, νέος, ακμαίος …   Dictionary of Greek

  • ηβητής — ἡβητής, δωρ. τ. ήβατάς, θεσσαλ. τ. εἱβατάς, ὁ (Α) [ηβώ] 1. νέος, ακμαίος 2. ως επίθ. νεανικός …   Dictionary of Greek

  • ηβυλλιώ — ἡβυλλιῶ, άω (Α) (κωμικός σχημ. τού ηβώ*) είμαι νέος, είμαι νεαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήβη + υλλιώ που προφανώς συνδέεται με την υποκορ. κατάλ. υλλιον. Μαρτυρείται στο θηλ. τής μτχ. ηβυλλιώσαι] …   Dictionary of Greek

  • θαμιστικός — ή, ό [θαμίζω] γραμμ. φρ. «θαμιστικά ρήματα» τα παράγωγα ρήματα τής αρχαίας Ελληνικής που λήγουν σε άζω και έχουν την έννοια τής συχνής εκτέλεσης ή επανάληψης αυτού που σημαίνεται από το πρωτότυπο ρήμα (ῥίπτω ῥιπτάζω, ἡβῶ ἡβάζω, ἕλκω ἑλκυστάζω) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”